πρωτοετής

πρωτοετής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή
1. αυτός που βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών.
2. για μαθητές, αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μια τάξη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοετής — ές, Ν 1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολή («πρωτοετής φοιτητής τής ιατρικής») 2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ετής (< έτος), πρβλ. δευτερο ετής] …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”